απολύτρωση

απολύτρωση
η
1. απελευθέρωση, σωτηρία: Την απολύτρωσή του από το άγχος δεν μπόρεσε να τη βρει ούτε στη νέα του πατρίδα.
2. (εκκλησ.), η απαλλαγή του ανθρώπου από την αμαρτία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απολύτρωση — Η απαλλαγή του ανθρώπου από τα βάσανα και την αθλιότητα του κόσμου. Η κάθαρση από τα παθήματα, που ο Αριστοτέλης θεωρεί σκοπό της θεατρικής τέχνης (ειδικότερα της τραγικής), είναι επίσης μια α. Ο πόθος για α. είναι φαινόμενο πανανθρώπινο και το… …   Dictionary of Greek

  • ἀπολυτρώσῃ — ἀπολυτρώσηι , ἀπολύτρωσις ransoming fem dat sg (epic) ἀπολυτρόω release on payment of ransom aor subj mid 2nd sg ἀπολυτρόω release on payment of ransom aor subj act 3rd sg ἀπολυτρόω release on payment of ransom fut ind mid 2nd sg ἀ̱πολυτρώσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύτρωση — Βλ. λ. απολύτρωση. * * * η (AM λύτρωσις, έως) [λυτρώνω] απαλλαγή από κακό, απολύτρωση, λυτρωμός, σωτηρία («καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῡ», ΚΔ) μσν. αρχ. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («καὶ λύτρωσιν αἰχμαλώτων», Πλούτ.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με …   Dictionary of Greek

  • έκλυση — η (AM ἔκλυσις) 1. το να λύνεται, να απελευθερώνεται κάποιος ή κάτι από ό,τι τόν δεσμεύει 2. ηθική χαλάρωση, απαλλαγή από ηθικές δεσμεύσεις «έκλυση ηθών» νεοελλ. φρ. «έκλυση ενέργειας» αποδέσμευση, απελευθέρωση ενέργειας ή ραδιενέργειας και… …   Dictionary of Greek

  • ανάρρυσις — ἀνάρρυσις, η (AM) [αναρρύω] μσν. η απελευθέρωση, η απολύτρωση αρχ. η δεύτερη μέρα της εορτής των Απατουρίων …   Dictionary of Greek

  • βασιλείδης — I (αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Γνωστικός φιλόσοφος και αιρετικός. Ήταν Έλληνας στην καταγωγή, αλλά έζησε και δίδαξε στην Αίγυπτο. Οι φιλοσοφικές θεωρίες και οι αιρετικές αντιλήψεις του διασώθηκαν από τους αγίους Ειρηναίο και Ιππόλυτο. Κατά τον πρώτο, ο… …   Dictionary of Greek

  • εκλύτρωσις — ἐκλύτρωσις, η (Α) απολύτρωση, απελευθέρωση …   Dictionary of Greek

  • ελευθέρωμα — και λευτέρωμα, το (ΑΜ ἐλευθέρωμα) απελευθέρωση, απολύτρωση νεοελλ. (για έγκυο γυναίκα) τοκετός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”